εία

εία
εἶα (Α)
(επιφώνημα παρακελευσματικό)
1. έλα λοιπόν, εμπρός
2. με άλλα μόρια (π.χ. «εἶα δή» — έλα λοιπόν)
3. με το ου σε ερώτηση ισοδυναμεί με προσταγή («οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἠνίας... δραμεῑσθε», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εἴα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵα — εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer pres imperat act 2nd sg (epic) εἴᾱ , ἐάω suffer imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἷα — εἶα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐία — ἐΐα , εἶα on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶα — on! up! away poetic indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδύς, -εία, -ύ — επίρρ., βραδέως ο αργός, ο βαρύς, ο δυσκίνητος: Είναι τόσο βραδύς, που του παίρνει ώρες για να τελειώσει οτιδήποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση της ευθείας, αλλ. ευθύγραμμος, ίσιος. 2. μτφ., ο χωρίς περιστροφές, ο ειλικρινής, ο τίμιος: Άνθρωπος ευθύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”